αττικως

αττικως
    ἀττικῶς
    ἀττῐκῶς
    по-аттически Dem., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αττικως" в других словарях:

  • Ἀττικῶς — Ἀττικός Attic adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικώς — Ἀττικός Attic masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • επιτυφώ — ἐπιτυφῶ, όω (Α) τυφώ* (κατά τον Μοίριν) «ἐπιτεθυμμένον, ἀττικῶς ἐπιτετυφωμένον ἢ ἐπικεκαυμένον, ἑλληνικῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τυφώ «τυφλώνω (με καπνό)» (< τύφος)] …   Dictionary of Greek

  • κομψεία — κομψεία, η [κομψεύω] (Α) 1. (ιδίως για τη γλώσσα) λεπτότητα, κομψότητα, κοσμιότητα 2. (κατά τον Μοίριν) «κομψεία Ἀττικῶς πανουργία Ἑλληνικῶς» …   Dictionary of Greek

  • στάμνος — ὁ, ἡ, ΝΜΑ πήλινο ευρύστομο αγγείο με υψηλούς καμπύλους ώμους, κοντό λαιμό, αρκετά μεγάλη κοιλιά και δύο οριζόντιες λαβές στην ευρύτερη διάμετρό του το οποίο εμφανίστηκε στην αττική κεραμεική το β τέταρτο τού 6ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε για την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»